τομώτατος

τομώτατος
τομός
cutting
masc nom superl sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τομός — ή, όν, Α 1. αυτός που τέμνει, κοφτερός («ὁ μὲν σφαγεὺς ἔστηκεν ᾗ τομώτατος», Σοφ.) 2. (γενικά) οξύς. επίρρ... τομῶς Α 1. με οξύτητα 2. ταχέως, γρήγορα 3. σαφώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόμος με καταβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”